ItalianoGreco


abborracciatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abborratʧaˈtore]

1 αδέξιος τεχνίτης
2 αρπακολλατζής
3 προχειρολόγος
4 αρπακόλλας
5 τσαλαβούτας
6 τσαπατσούλης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---