ItalianoGreco


abilitazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abilitatˈtsjone]

1 πιστοποιητικό
2 προσόν
3 άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


abilitazione [θηλ.] all'insegnamento = η επάρκεια διδασκαλίας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z