accaparratóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkaparraˈtore]
1 αυτός που καπαρώνει
2 αυτός που αγοράζει μαζικά και χωρίς όρια
3 αυτός που αγοράζει με σκοπό την απόκρυψη
4 αυτός που αγοράζει ότι βρει
5 κερδοσκόπος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkaparraˈtore]
1 αυτός που καπαρώνει
2 αυτός που αγοράζει μαζικά και χωρίς όρια
3 αυτός που αγοράζει με σκοπό την απόκρυψη
4 αυτός που αγοράζει ότι βρει
5 κερδοσκόπος
permalink
accaparratore (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android