ItalianoGreco


accapezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkapetˈtsare]

1 βάζω καπίστρι σε άλογο
2 αποτελειώνω
3 τελειώνω
4 συμπεραίνω
5 κατεργάζομαι πέτρα με το σφυρί για να ταιριάξει με τις άλλες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z