ItalianoGreco


accessióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atʧesˈsjone]

1 συναίνεση
2 είσοδος
3 πρόσβαση
4 εισδοχή
5 συγκατάνευση
6 άνοδος σε αξίωμα
7 προσπέλαση
8 ένταξη
9 πλησίασμα
10 άνοδος
11 προσχώρηση
12 προσέγγιση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---