ItalianoGreco


accessòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧesˈsɔrjo]

1 εξάρτημα
2 επακολούθημα
3 προσθήκη
4 αξεσουάρ
5 συμπλήρωμα
6 παράρτημα
7 παρελκόμενο
8 ανταλλακτικό

accessòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [atʧesˈsɔrjo]

1 πρόσθετος
2 βοηθητικός
3 επιπρόσθετος
4 δευτερεύων
5 συμπληρωματικός
6 δευτερογενής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---