accompagnatrìce
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [akkompaɲɲaˈtriʧe]
1 συνοδός (η)
2 μουσικός συνοδείας (γυναίκα)
3 θαλαμηπόλος γυναίκα πλοίου ή τρένου
4 ακόλουθος (η)
5 αεροσυνοδός
6 κηδεμών (η)
7 γυναίκα επικεφαλής εστιατορίου
8 γυναίκα κονσοματρίς σε κέντρο
9 ντάμα
10 κυρία της τιμής
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [akkompaɲɲaˈtriʧe]
1 συνοδός (η)
2 μουσικός συνοδείας (γυναίκα)
3 θαλαμηπόλος γυναίκα πλοίου ή τρένου
4 ακόλουθος (η)
5 αεροσυνοδός
6 κηδεμών (η)
7 γυναίκα επικεφαλής εστιατορίου
8 γυναίκα κονσοματρίς σε κέντρο
9 ντάμα
10 κυρία της τιμής
permalink
accompagnatrice (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android