ItalianoGreco


acùstico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈkustiko]

ακουστικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


apparecchio [αρσ.] acustico = το ακουστικό || segnale [αρσ.] acustico = το ηχητικό σήμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z