ItalianoGreco


affidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affiˈdare]

1 αναθέτω
2 (bambino, lavoro) εμπιστεύομαι

affidàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affiˈdarsi]

1 στηρίζομαι σε αξιοπιστία κάποιου
2 εμπιστεύομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


affidarsi a qualcuno = βασίζομαι σε κανέναν



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---