ItalianoGreco


affievolìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [affjevoˈlire]

1 αδυνατίζω
2 εξασθενώ
3 ατονώ

affievolìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [affjevoˈlirsi]

1 μαραίνομαι
2 ξεθωριάζω
3 εξαντλούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---