ItalianoGreco


affittànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [affitˈtantsa]

1 ενοικιασμένη περιουσία
2 ενοικίαση μέσων ή γης
3 διάρκεια μίσθωσης
4 μίσθωση
5 εκμίσθωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---