ItalianoGreco


àggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈadʤo]

1 καπέλο χρηματικό
2 επί πλέον ποσό του αναμενομένου
3 δώρο με την αγορά προὶόντος
4 προμήθεια μετατροπής νομισμάτων
5 έξτρα χρηματική αμοιβή
6 έξτρα αμοιβή σαν κίνητρο
7 προμήθεια (για προσφορά εκδούλευσης)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---