ItalianoGreco


allevatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [allevaˈtore]

1 τροφός
2 παραγωγός ζωικής παραγωγής (ζωντανών)
3 κτηνοτρόφος
4 εκτροφέας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---