alzàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [alˈtsata]
1 ανέγερση
2 ανόρθωση
3 ανατολή
4 ανύψωση
5 ποδιά σκαλοπατιού
6 ανυψωτική επίδραση
7 έπαρση
8 ανύψωση ηθικού
9 ανάχωμα
10 ανέβασμα
11 ύψωμα
12 πάνω επιφάνεια αντικειμένου
13 καθρέφτης επίπλου
14 έξαρση
15 ψηλοκρεμαστή μπαλιά
16 πάγκος φρούτων
17 έγερση
18 σήκωμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [alˈtsata]
1 ανέγερση
2 ανόρθωση
3 ανατολή
4 ανύψωση
5 ποδιά σκαλοπατιού
6 ανυψωτική επίδραση
7 έπαρση
8 ανύψωση ηθικού
9 ανάχωμα
10 ανέβασμα
11 ύψωμα
12 πάνω επιφάνεια αντικειμένου
13 καθρέφτης επίπλου
14 έξαρση
15 ψηλοκρεμαστή μπαλιά
16 πάγκος φρούτων
17 έγερση
18 σήκωμα
permalink
alzata (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android