Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›àlzo

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

àlzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈaltso]

1 στόχαστρο (όπλου)
2 κλισιοσκόπιο (όπλου)
3 όργανο σκόπευσης


permalink
‹ alzavola
amabile ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
alzata (θηλ.ουσ)
alzato (αρσ. επίθ και ουσ)
alzavalvola (θηλ.ουσ)
alzavola (θηλ.ουσ)
alzo (ουσ αρσ )
amabile (επίθ.)
amabilità (θηλ.ουσ)
amabilmente (επίρ.)
amaca (θηλ.ουσ)
amadriade (θηλ.ουσ)
amagnetico (επίθ.)
amalgama (ουσ αρσ )
amalgamare (ρ. μτβ.)
amalgamarsi (ρ. μ. αμτβ.)
amalgamazione (θηλ.ουσ)
amanita (θηλ.ουσ)
amante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
amanuense (ουσ αρσ και θηλ.)
amaranto (ουσ αρσ )


---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti