ItalianoGreco


amànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈmante]

1 ο εραστής, η ερωμένη, η φιλενάδα, η εράστρια
2 (appassionato, fan) ο λάτρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---