ItalianoGreco


amareggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [amaredˈʤare]

1 πικραίνω
2 δηλητηριάζω
3 λυπώ
4 θλίβω
5 στενοχωρώ
6 πικρίζω
7 δυσαρεστώ
8 σκιάζω

amareggiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [amaredˈʤarsi]

1 λυπάμαι
2 πικραίνομαι
3 στενοχωρούμαι
4 θλίβομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---