ItalianoGreco


ammazzasètte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [am,mattsaˈsɛtte]

1 κομπαστής
2 καυχηματίας
3 παλικαράς
4 παινεσιάρης
5 αλαζονικός
6 κομπορρήμων
7 επηρμένος
8 καυχησιάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---