ItalianoGreco


àngolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈangolo]

η γωνιά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


calcio [αρσ.] d'angolo = το κόρνερ || dietro l'angolo = πίσω απ' τη γωνία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---