ItalianoGreco


apertùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aperˈtura]

το άνοιγμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


orario [αρσ.] di apertura = οι ώρες [f.] λειτουργίας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---