àpice
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈapiʧe]
1 αποκορύφωση
2 μεσουράνημα
3 τόνος
4 ζενίθ
5 κορωνίδα
6 ανώτατο σημείο
7 κορυφή
8 απόγειο
9 αποκορύφωμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈapiʧe]
1 αποκορύφωση
2 μεσουράνημα
3 τόνος
4 ζενίθ
5 κορωνίδα
6 ανώτατο σημείο
7 κορυφή
8 απόγειο
9 αποκορύφωμα
permalink
apice (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android