Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appropriàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [approˈprjare]

1 προσαρμόζω
2 καταλαμβάνω

appropriàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [approˈprjarsi]

1 σφετερίζομαι
2 ιδιοποιούμαι
3 προσαρτώ
4 καταλαμβάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appropriamento appropriatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

approntato (επίθ.)
appropinquare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appropinquarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appropriabile (επίθ.)
appropriamento (ουσ αρσ )
appropriare (ρ. μτβ.)
appropriarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
appropriatezza (θηλ.ουσ)
appropriato (επίθ.)
appropriazione (θηλ.ουσ)
approssimare (ρ. μτβ.)
approssimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approssimativamente (επίρ.)
approssimativo (επίθ.)
approssimato (επίθ.)
approssimazione (θηλ.ουσ)
approvabile (επίθ.)
approvare (ρ. μτβ.)
approvazione (θηλ.ουσ)
approvvigionamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---