Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appropriazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [approprjatˈtsjone]

1 ενθυλάκωση
2 παράχρηση
3 υπεξαίρεση
4 σφετερισμός
5 οικειοποίηση
6 ιδιοποίηση
7 καταπάτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appropriato approssimare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appropriamento (ουσ αρσ )
appropriare (ρ. μτβ.)
appropriarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
appropriatezza (θηλ.ουσ)
appropriato (επίθ.)
appropriazione (θηλ.ουσ)
approssimare (ρ. μτβ.)
approssimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approssimativamente (επίρ.)
approssimativo (επίθ.)
approssimato (επίθ.)
approssimazione (θηλ.ουσ)
approvabile (επίθ.)
approvare (ρ. μτβ.)
approvazione (θηλ.ουσ)
approvvigionamento (ουσ αρσ )
approvvigionare (ρ. μτβ.)
approvvigionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approvvigionatore (ουσ αρσ )
appruamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---