ItalianoGreco


arrendevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arrendevoˈlettsa]

1 ενδοτικότητα
2 ευκαμψία
3 ευλυγισία
4 συμμόρφωση
5 προσαρμοστικότητα
6 ελαστικότητα
7 υποχωρητικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z