arricchìto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [arrikˈkito]
1 ευκατάστατος άνθρωπος
2 πλούσιος άνθρωπος
3 οικονομικά πετυχημένος άνθρωπος
4 εύπορο άτομο
arricchìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [arrikˈkito]
1 εύπορος
2 ευκατάστατος
3 εμπλουτισμένος
4 οικονομικά πετυχημένος
5 πλούσιος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [arrikˈkito]
1 ευκατάστατος άνθρωπος
2 πλούσιος άνθρωπος
3 οικονομικά πετυχημένος άνθρωπος
4 εύπορο άτομο
arricchìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [arrikˈkito]
1 εύπορος
2 ευκατάστατος
3 εμπλουτισμένος
4 οικονομικά πετυχημένος
5 πλούσιος
permalink
arricchito (ουσ αρσ )
arricchito (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android