ItalianoGreco


arrovellàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arrovelˈlarsi]

1 εξοργίζομαι
2 σπάω το κεφάλι μου
3 κάνω ότι περνά από το χέρι μου
4 στύβω το μυαλό μου
5 καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z