ItalianoGreco


asfissiànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [asfisˈsjante]

1 κουραστικός
2 αποπνικτικός
3 αυτός που πνίγεται
4 ασφυκτικός βαρετός
5 πνιγερός
6 ανιαρός
7 ασφυκτιών
8 πνιγηρός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---