ItalianoGreco


asfissiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [asfisˈsjare]

1 πνίγομαι
2 ασφυκτιώ
3 κουράζω
4 πνίγω
5 σκοτώνω με ασφυξία
6 βαριεστώ
7 αποκάνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---