ItalianoGreco


assestaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [assestaˈmento]

1 συμβιβασμός
2 εξισορρόπηση
3 ισολογισμός
4 διευθέτηση
5 τοποθέτηση σε βάση
6 τακτοποίηση
7 διακανονισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---