ItalianoGreco


assìduo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [asˈsiduo]

1 τακτικός πελάτης
2 θαμώνας

assìduo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [asˈsiduo]

1 επίμονος
2 τακτικός
3 έμμονος
4 επιμελής
5 ασίγαστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---