ItalianoGreco


assistènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [assisˈtɛntsa]

η βοήθεια


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


assistenza [θηλ.] sanitaria = η υγειονομική περίθαλψη



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z