ItalianoGreco


assottigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assottiʎˈʎare]

1 λεπταίνω
2 ελαφρώνω
3 αδυνατίζω
4 ακονίζω
5 οξύνω
6 περιορίζω
7 ξαλαφρώνω

assottigliàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assottiʎˈʎarsi]

1 αδυνατίζω
2 γίνομαι ελαφρύτερος
3 εξασθενώ
4 περιορίζομαι
5 γίνομαι πιο αδύνατος
6 μειώνομαι
7 λεπταίνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z