ItalianoGreco


assuefàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [assueˈfare]

1 σκληραγωγώ
2 εκπαιδεύω
3 εξοικειώνω
4 εθίζομαι
5 συνηθίζω
6 εθίζω
7 εξοικειώνομαι
8 συνηθίζω (κάτι δυσάρεστο)

assuefàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [assueˈfarsi]

1 εθίζομαι
2 εξοικειώνομαι
3 σκληραγωγούμαι
4 ανέχομαι (κατάσταση ή μικρόβια)
5 συνηθίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---