ItalianoGreco


attentàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attenˈtare]

1 επιβουλεύομαι
2 προσπαθώ
3 κάνω απόπειρα εναντίον κάποιου
4 υπονομεύω

attentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [attenˈtarsi]

1 τολμώ
2 διακυβεύω
3 δοκιμάζω
4 πειρώμαι
5 αποπειρώμαι
6 διακινδυνεύω
7 αποτολμώ
8 επιχειρώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z