ItalianoGreco


atterràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atterˈradʤo]

η προσγείωση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


atterraggio [αρσ.] di fortuna = αναγκαστική προσγείωση



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---