attruppàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [attrupˈpare]
1 συνωστίζομαι
2 συνωθούμαι
3 μαζεύομαι
4 συνέρχομαι
5 συναθροίζομαι
attruppàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [attrupˈparsi]
1 γεμίζω συμπιέζοντας
2 συνωστίζομαι
3 γεμίζω με κόσμο
4 συρρέω
5 μετακινούμαι σαν όχλος
6 συναθροίζομαι
7 συνωθούμαι
8 κινούμαι κοπαδιαστά
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [attrupˈpare]
1 συνωστίζομαι
2 συνωθούμαι
3 μαζεύομαι
4 συνέρχομαι
5 συναθροίζομαι
attruppàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [attrupˈparsi]
1 γεμίζω συμπιέζοντας
2 συνωστίζομαι
3 γεμίζω με κόσμο
4 συρρέω
5 μετακινούμαι σαν όχλος
6 συναθροίζομαι
7 συνωθούμαι
8 κινούμαι κοπαδιαστά
permalink
attruppare (ρ. μτβ.)
attrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android