ItalianoGreco


attuabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attuabiliˈta]

1 υλοποίηση
2 δυνατότητα πραγματοποίησης
3 επιτευξιμότητα
4 κατορθωσιμότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---