ItalianoGreco


autogovèrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,awtogoˈvɛrno]

1 αυτοκυβέρνηση
2 αυτοκυριαρχία
3 αυτεξουσιότητα
4 αυτοδιοίκηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---