ItalianoGreco


autògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [awˈtɔgrafo]

το αυτόγραφο

autògrafo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [awˈtɔgrafo]

1 αυτόγραφος
2 ιδιόχειρος
3 αυτόγραφο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---