ItalianoGreco


avviàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avviˈare]

προάγω

avviàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avviˈarsi]

1 αναλαμβάνω έργο
2 ξεκινάω καριέρα
3 μόλις επρόκειτο
4 ξεκινάω
5 πάνω πού
6 ξεκινάω ταξίδι
7 ξεκινώ με προκαθορισμένο στόχο
8 προτίθεμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---