ItalianoGreco


azzàrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adˈdzardo]

1 (pericolo) ο κίνδυνος
2 (sorte) η τύχη


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giocatore [αρσ.] d'azzardo = ο τζογαδόρος || gioco [αρσ.] d'azzardo = το τυχερό παχνίδι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---