Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


azzurrità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [addzurriˈta]

1 γαλανάδα
2 καθαρός γαλάζιος ουρανός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  azzurrino azzurrite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

azzurramento (ουσ αρσ )
azzurrare (ρ. μτβ.)
azzurrarsi (ρ.μ. (αντων.))
azzurrino (ουσ αρσ )
azzurrino (επίθ.)
azzurrità (θηλ.ουσ)
azzurrite (θηλ.ουσ)
azzurro (ουσ αρσ )
azzurro (επίθ.)
azzurrognolo (επίθ.)
babà (ουσ αρσ )
babau (ουσ αρσ )
babbeo (ουσ αρσ )
babbeo (επίθ.)
babbo (ουσ αρσ )
babbuasso (ουσ αρσ )
babbuccia (θηλ.ουσ)
babbuino (ουσ αρσ )
babele (θηλ.ουσ)
babelico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---