Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


baffóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bafˈfone]

μουστάκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  baffo baffuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

badilata (θηλ.ουσ)
badile (ουσ αρσ )
baffettino (ουσ αρσ )
baffetto (ουσ αρσ )
baffo (ουσ αρσ )
baffone (ουσ αρσ )
baffuto (επίθ.)
bagagliaio (ουσ αρσ )
bagaglio (ουσ αρσ )
bagarinaggio (ουσ αρσ )
bagarino (ουσ αρσ )
bagascia (θηλ.ουσ)
bagattella (θηλ.ουσ)
baggeo (αρσ. επίθ και ουσ)
baggianata (θηλ.ουσ)
baggiano (ουσ αρσ )
baggiano (επίθ.)
baglio (ουσ αρσ )
bagliore (ουσ αρσ )
bagnante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---