ItalianoGreco


baggiàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [badˈʤano]

αφελής χωριάτης

baggiàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [badˈʤano]

1 κουτός
2 χαζός
3 ηλίθιος
4 ανόητος
5 βλάκας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---