ItalianoGreco


bagnatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [baɲɲaˈtura]

1 εμποτισμός
2 λουτροθεραπεία
3 μούσκεμα
4 διαβροχή
5 μπανιάρισμα
6 πλύσιμο
7 λούσιμο
8 λουτρό
9 λούση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---