ItalianoGreco


balneazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [balneatˈtsjone]

1 κολύμβηση
2 λουτρό στη θάλασσα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


divieto [αρσ.] di balneazione = απαγορεύεται το κολύμπι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---