ItalianoGreco


balòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [baˈlɔkko]

1 απασχόληση να περνά η ώρα
2 χαζή απασχόληση
3 παιχνίδι
4 παιχνίδι για να περνά η ώρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---