bàlzo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbaltso]
1 σαλτάρισμα
2 πηδηματιά
3 σάλτο
4 αναπήδημα
5 αθέλητο σπασμωδικό τίναγμα
6 τίναγμα
7 πήδημα
8 απότομη πλευρά βράχου ή πάγου
9 απόκρημνος βράχος
10 ζάλο
11 άλμα
12 αναπήδηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈbaltso]
1 σαλτάρισμα
2 πηδηματιά
3 σάλτο
4 αναπήδημα
5 αθέλητο σπασμωδικό τίναγμα
6 τίναγμα
7 πήδημα
8 απότομη πλευρά βράχου ή πάγου
9 απόκρημνος βράχος
10 ζάλο
11 άλμα
12 αναπήδηση
permalink
balzo (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android