bisognévole
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲevole]
1 φτωχός άνθρωπος
2 άνθρωπος που βρίσκεται σε ανάγκη
3 άπορος άνθρωπος
bisognévole
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲevole]
1 άπορος
2 αναγκαίος
3 που βρίσκεται σε ανάγκη
4 απαραίτητος
5 φτωχός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲevole]
1 φτωχός άνθρωπος
2 άνθρωπος που βρίσκεται σε ανάγκη
3 άπορος άνθρωπος
bisognévole
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲevole]
1 άπορος
2 αναγκαίος
3 που βρίσκεται σε ανάγκη
4 απαραίτητος
5 φτωχός
permalink
bisognevole (ουσ αρσ )
bisognevole (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android