ItalianoGreco


boscàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bosˈkaʎʎa]

1 λόχμη
2 χαμόκλαδα
3 περιοχή καλυμμένη με χαμόκλαδα
4 δάσος
5 σύδεντρο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---